- πτερίνη
- πτέρινοςmade of feathersfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτερίνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι πτερίνες (βιοχ.) γενική ονομασία μιας οικογένειας ενώσεων που προέρχονται από την πτεριδίνη και απαντούν στις χρωστικές τών φτερών τής πεταλούδας και στο φολικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterin (< πτερό + … Dictionary of Greek